Σχηματισμός του Βόρειου Ευβοϊκού: Η θεωρία της πτώσης μετεωρίτη
Eπιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ το 2008 ανακάλυψαν ένα μεγάλο κοιλώμα. Μετά από μελέτη διαπίστωσαν ότι επρόκειτο για κρατήρα μετεωρίτη που είχε προσκρούσει στο έδαφος κατά την εποχή της Τελευταίας Παγετώδους Περιόδου. Συνθέτοντας κάθε διαθέσιμη πληροφορία σε συνδυασμό με την ανάλυση δειγμάτων του πυθμένα που έλαβαν από τομογράφους και πυρηνολήπτες, διαπίστωσαν πως το σημείο όπου έπεσε ο μετεωρίτης ήταν ξηρά πριν από 14.000 χρόνια και βρισκόταν στις παρυφές μιας μεγάλης λίμνης. Ο μετεωρίτης φαίνεται ότι προσέκρουσε σε μια πεδιάδα και σίγουρα προκάλεσε πολύ μεγάλη καταστροφή και ίσως και την δημιουργία του Ευβοϊκού κόλπου (πηγή: ΕΛΚΕΘΕ στα Νέα )
Ρήγματα και σεισμογένεια.
Ο Βόρειος Ευβοϊκός Κόλπος αποτελεί μια περιοχή με έντονη νεοτεκτονική δραστηριότητα που κυριαρχείται από εντυπωσιακά ενεργά ρήγματα. Το μόνο ρήγμα της περιοχής που συνδέεται με κάποιον ισχυρό ιστορικό σεισμό, είναι το ρήγμα της Αταλάντης, με την γνωστή σεισμική ακολουθία του 1894. Η περιοχή του Βόρειου Ευβοϊκού Κόλπου αποτελείται από τα αλπικά πετρώματα της Υποπελαγονικής ζώνης που συνιστούν το γεωλογικό υπόβαθρο, και τις ρηξιγενείς τάφρους που δημιουργήθηκαν από την νεοτεκτονική δράση των ρηγμάτων και οι οποίες έχουν πληρωθεί από νεότερα ιζήματα ηλικίας Πλειοκαίνου – Τεταρτογενούς (ΙΓΜΕ, 1983). Τα ιζήματα του Πλειοκαίνου αποτελούνται από άμμους, αργίλους, κιτρινόλευκες μάργες και χαλίκια συνεκτικής μορφής, με κατά θέσεις λίγες ενστρώσεις χαλαρών χαλικιών πάχους 1 έως 10 cm. Τα Πλειστοκαινικά ιζήματα αντιπροσωπεύονται από μια ακολουθία ιζημάτων που χαρακτηρίζουν πλευρικά κορήματα και αποθέσεις αλλουβιακών ριπιδίων και περιλαμβάνουν εναλλαγές άμμων, αργίλων και κροκαλοπαγών, καθώς κι ένα συνεκτικό λατυποπαγές, αποτελούμενο από γωνιώδη τεμάχη ασβεστόλιθων και δολομιτών ισχυρά συγκολλημένα δευτερογενώς με αμμοαργιλώδες συνδετικό υλικό (Αγγελίδης, 1992). Τα πλέον πρόσφατα ρηξιγενή πρανή, κυρίως στην περιοχή της Αταλάντης, Ασπρορέματος και στην Αρκίτσα καλύπτονται από σύγχρονα πλευρικά κορήματα που αποτελούνται από άμμο, άργιλο και γωνιώδη τεμάχη ασβεστόλιθων και δολομιτών σε ασύνδετη μορφή (Πηγή: Παυλίδης και αλλοι 2004)
ρηγματα
Ο Βόρειος Ευβοϊκός Κόλπος αποτελεί μια τεκτονική τάφρο, η οποία διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Τεταρτογενούς από την δράση κανονικών ρηγμάτων διεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ έως ΔΒΔ-ΑΝΑ . Τα ρήγματα Θερμοπυλών, Καμένων Βούρλων, Άγιου Κωνσταντίνου, Αρκίτσας, Αταλάντης και Καλλιδρόμου παρουσιάζουν μορφοτεκτονικά και γεωλογικά στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν πρόσφατη δραστηριότητα και μπορούν να χαρακτηριστούν ως ενεργά. Τα παραπάνω ρήγματα δεν συνδέονται με ισχυρούς σεισμούς κατά την ιστορική περίοδο, εκτός από τα ρήγματα της περιοχής των Θερμοπυλών που πιθανώς έδωσαν το καταστροφικό σεισμό του 426 π.Χ. , και το ρήγμα της Αταλάντης (ΠαπαΪωάννου και αλλοι 2004). Άλλοι σεισμοί με θύματα έγιναν το 279 π.χ., το 375 μ.χ. και το 551 μ.χ. Η καταστροφική σεισμική ακολουθία του 1894 περιελάμβανε δυο ισχυρούς σεισμούς στις 20 και 27 Απριλίου, με εκτιμώμενο μέγεθος 6.4 και 6.9 ρίχτερ. Οι σεισμοί του 1892 δημιούργησαν τσουνάμι 3 μέτρων. Επίσης απο το μεγάλο σεισμό του 426 π.χ. που δημιούργησε και τσουναμι μερί το σεισμό του 1894 καταγράφηκαν 13 ισχυροί σεισμοί στην περιοχή. (Πηγή: Παυλίδης και αλλοι 2004)
Μορφολογία
Ο Ευβοϊκός κόλπος εκτείνεται μεταξύ των ανατολικών ακτών της Αττικοβοιωτίας και των δυτικών ακτών της Εύβοιας Χωρίζεται σέ βόρειο και νότιο Ευβοϊκό από τα στενά της Αυλίδας και του Ευρίπου (40 m πλάτος, 60 m μήκος και 8 m βάθος). Ο βαθυμετρικός χάρτης του Β. Ευβοϊκού κόλπου. Σε γενικές γραμμές τα βάθη στην περιοχή είναι μικρά (μικρότερα από 100μ). Το μέγιστο βάθος (420μ) βρίσκεται ΝΑ της Αιδηψού, στο μέσο περίπου του συνολικού μήκους του Β. Ευβοϊκού κόλπου. Οι ισοβαθείς παραμένουν παράλληλες στην ακτογραμμή και στον κύριο άξονα το κόλπου. Βαθυμετρικά περιοχή μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από δυο ευδιάκριτες περιοχές, από μια περιοχή βαθμιαίας κλίσης στο πυθμένα, στο παράκτιο τμήμα της Στερεάς Ελλάδος και απο μια περιοχή που έχουμε απότομη ανάπτυξη των ισοβαθών, στην παράκτια ζώνη της νήσου Ευβοίας,
Ο Σπερχειός ποταμός, που εκβάλλει στο Μαλιακό κόλπο, αποτελεί την πιό σημαντική πηγή γλυκών νερών. Όμως, σημαντικές ποσότητες νερών εισέρχονται στον κόλπο και από τη λίμνη Παραλίμνη μέσα από το δίαυλο του Ανθήδονος (Βοιωτικός Κηφισός) και από υποθαλάσσιες πηγές.
Οι θερμοκρασίες του νερού στο επιφανειακό στρώμα (μέχρι βάθους 20μ) είναι κατά μέσο όρο 24.5 oC ( το καλοκαίρι) και 16 oC (το φθινόπωρο). Η αλατότητα του νερού σε αυτό το στρώμα είναι 37%. Στο επόμενο στρώμα (υπο-επιφανειακό) που είναι μέχρι και 50 μέτρα βάθους η θερμοκρασία μειώνεται κατά 10 oC και η αλατότητα μειώνεται στο 36%. Στα σημεία του κόλπου με μεγαλύτερο απο 75 μέτρα βάθος οι θερμοκρασίες ήταν στους 12 oC -13 oC και η αλατότητα 37.1% με 37.4%
συνεχιζεται